θερμικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θερμότητα]] ή αυτός που λειτουργεί με τη [[θερμότητα]] (α. «θερμική [[μηχανή]]» β. «[[θερμικός]] [[κινητήρας]]» γ. «[[θερμικός]] [[συντελεστής]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θερμότητα]] ή αυτός που λειτουργεί με τη [[θερμότητα]] (α. «θερμική [[μηχανή]]» β. «[[θερμικός]] [[κινητήρας]]» γ. «[[θερμικός]] [[συντελεστής]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>calorique</i>. Η λ. στον λόγιο τ. <i>θερμικόν</i>, <i>τὸ</i> μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό [[σύγγραμμα]] <i>Αιγιναία</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμότητα ή αυτός που λειτουργεί με τη θερμότητα (α. «θερμική μηχανή» β. «θερμικός κινητήρας» γ. «θερμικός συντελεστής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. calorique. Η λ. στον λόγιο τ. θερμικόν, τὸ μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό σύγγραμμα Αιγιναία].