θερμικός

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμότητα ή αυτός που λειτουργεί με τη θερμότητα (α. «θερμική μηχανή» β. «θερμικός κινητήρας» γ. «θερμικός συντελεστής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. calorique. Η λ. στον λόγιο τ. θερμικόν, τὸ μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό σύγγραμμα Αιγιναία].