συντελεστής
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
συντελεστοῦ, ὁ, member of a land-owners' union which is responsible for the collection and payment of its taxes, Cod.Just.1.4.18, Just.Nov.163.1, PSI4.283.7 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συντελεστής: -οῦ, ὁ, δασμολογίαν συντελῶν, ὁ συνεισφέρων φόρον, Συνεσ. Ἐπιστ. 19, Μαυρικ. Στρατ. 1, 7. κλπ. ΙΙ. ὁ συμπληρῶν, τελειοποιῶν, Fabric. Cod. Pseud. 2. 362· ― ὅθεν ὅθεν συντελεστέω, Πτολ. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 3. 429.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συντελέστρια Α συντελῶ
νεοελλ.
1. μαθ. αριθμός ή γράμμα που παριστάνει έναν σταθερό αριθμό με τον οποίον πολλαπλασιάζεται μια μεταβλητή σε μια εξίσωση
2. φυσ. μέγεθος χαρακτηριστικό ορισμένων φυσικών ιδιοτήτων, το οποίο, γενικά, εκφράζεται ως λόγος, μερικές φορές και ως γινόμενο, δύο διαφορετικών φυσικών μεγεθών (α. «συντελεστής θερμικής διαστολής» β. «συντελεστής ιξώδους»)
3. φρ. α) «συντελεστής διευθύνσεως ευθείας»
μαθ. (στην αναλυτική γεωμετρία) η κλίση της ευθείας ως προς τον άξονα x
β) «αριθμητικός συντελεστής [ή παράγοντας]»
φυσ. λόγος δύο όμοιων φυσικών μεγεθών που χρησιμεύει για τον χαρακτηρισμό τών ιδιοτήτων ενός σώματος ή μιας διάταξης
γ) «συντελεστής ισχύος»
(ηλεκτρ.) ο λόγος της πραγματικής ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματος, σε βατ, προς την φαινομένη ισχύ, σε βολτ-αμπέρ, ο οποίος ισούται με το συνημίτονο της διαφοράς φάσης μεταξύ ρεύματος και τάσης
δ) «συντελεστής αποδοτικότητας»
(οικον.) αριθμός που δείχνει ποια είναι η αναμενόμενη απόδοση, το κέρδος, ανά μονάδα ενός οικονομικού μεγέθους αναφοράς
ε) «συντελεστής παραγωγής» ή «παραγωγικός συντελεστής»
(οικον.) καθένας από τους βασικούς οικονομικούς παράγοντες που ο συνδυασμός τους δίνει τη δυνατότητα παραγωγής ενός προϊόντος, όπως είναι οι φυσικοί πόροι, το κεφάλαιο και η εργασία
στ) «συντελεστής αποτελεσματικότητας»
(οικον.) αριθμός που συνδέει την ποσότητα του παραγόμενου προϊόντος με την ποσότητα τών χρησιμοποιούμενων παραγωγικών συντελεστών
ζ) «συντελεστής κεφαλαίου»
(οικον.) όρος της εφαρμοσμένης οικονομικής και, ειδικότερα, της οικονομικής τών εκμεταλλεύσεων, που αναφέρεται στη σχέση μεταξύ πραγματοποιηθέντος κέρδους και απασχοληθέντος κεφαλαίου και δίνεται από τη σχέση k = κέρδος: κεφάλαιο
η) «τεχνολογικός συντελεστής»
(οικον.) αριθμός που εκφράζει την ποσότητα ενός προϊόντος που πρέπει να καταναλωθεί, προκειμένου να παραχθεί μια μονάδα από την ποσότητα ενός άλλου προϊόντος
θ) «υποκατάσταση συντελεστών παραγωγής»
(οικον.) η δυνατότητα που υπάρχει μεταξύ χρησιμοποιούμενων παραγωγικών συντελεστών να υποκαθιστούν ο ένας τον άλλο, τουλάχιστον σε ορισμένη έκταση, για την παραγωγή δεδομένης ποσότητας προϊόντος
νεοελλ.-μσν.
άτομο ή πράγμα που συντελεί, που συμβάλλει σε κάτι, παράγοντας (α. «κυριότεροι συντελεστές της νίκης ήταν το θάρρος, η αποφασιστικότητα και η γενναιότητα τών αγωνιστών» β. «τῷ συντελεστῇ τῶν καλῶν θεῷ χάρις», Αν. Κρ.)
αρχ.
1. μέλος συλλόγου γαιοκτημόνων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την συλλογή και την καταβολή τών φόρων τών γαιών τών μελών του
2. αυτός που ρυθμίζει τη δασμολόγια.
German (Pape)
ὁ, der Abgaben oder Steuern mit entrichtet, – der Vollendende, Sp.