θηβαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και θηβαίικος, -ή, -ό (ΑΜ [[θηβαϊκός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή που προέρχεται ή κατάγεται από τη Θήβα («θηβαϊκά προϊόντα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> <i>ἡ Θηβαϊκή</i> (ενν. [[χώρα]])<br />η [[χώρα]] τών Θηβαίων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Θηβαϊκός [[λεγεών]]» — ρωμαϊκή [[λεγεώνα]] από χριστιανούς που στρατολογήθηκαν στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Θηβα</i>-<i>ϊκός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Θήβαι</i>, [[κατά]] [[προφύλαξη]] [[αντί]] <i>Θηβαιϊκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αθηναϊκός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Αθήναι</i>].
|mltxt=και θηβαίικος, -ή, -ό (ΑΜ [[θηβαϊκός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή που προέρχεται ή κατάγεται από τη Θήβα («θηβαϊκά προϊόντα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> <i>ἡ Θηβαϊκή</i> (ενν. [[χώρα]])<br />η [[χώρα]] τών Θηβαίων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Θηβαϊκός [[λεγεών]]» — ρωμαϊκή [[λεγεώνα]] από χριστιανούς που στρατολογήθηκαν στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Θηβα</i>-<i>ϊκός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Θήβαι</i>, [[κατά]] [[προφύλαξη]] [[αντί]] <i>Θηβαιϊκός</i> ([[πρβλ]]. <i>Αθηναϊκός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Αθήναι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

και θηβαίικος, -ή, -ό (ΑΜ θηβαϊκός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή που προέρχεται ή κατάγεται από τη Θήβα («θηβαϊκά προϊόντα»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.
1. ἡ Θηβαϊκή (ενν. χώρα)
η χώρα τών Θηβαίων
2. φρ. «Θηβαϊκός λεγεών» — ρωμαϊκή λεγεώνα από χριστιανούς που στρατολογήθηκαν στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηβα-ϊκός < Θήβαι, κατά προφύλαξη αντί Θηβαιϊκός (πρβλ. Αθηναϊκός < Αθήναι].