ηλιοτρόπιο: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ηλιοτρόπι και [[λιοτρόπι]], το (AM [[ἡλιοτρόπιον]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] του οποίου το [[άνθος]] και τα φύλλα στρέφονται [[προς]] τον ήλιο<br /><b>2.</b> αιματόλιθος, σκουροπράσινη [[ποικιλία]] του χαλκηδονίου<br /><b>3.</b> [[χρωστική]] [[ουσία]] που λαμβάνεται από λειχήνες<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> το θερινό [[ηλιοστάσιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(γεωδ.)</b> όργανο που ανακλά τις ηλιακές ακτίνες και τίς κατευθύνει [[προς]] ορισμένο στόχο<br /><b>αρχ.</b><br />το ηλιακό [[ρολόγι]] («ἦν δ' ὑπό τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ [[πεντάπυλα]]... [[ἡλιοτρόπιον]] καταφανὲς καὶ ὑψηλόν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>τρόπιον</i>, <i>σεληνο</i>-<i>τρόπιον</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. αποτελεί αντιδάνειο, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heliotrope</i> <span style="color: red;"><</span> <i>helio</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>trope</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>τροπιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]])].
|mltxt=και ηλιοτρόπι και [[λιοτρόπι]], το (AM [[ἡλιοτρόπιον]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] του οποίου το [[άνθος]] και τα φύλλα στρέφονται [[προς]] τον ήλιο<br /><b>2.</b> αιματόλιθος, σκουροπράσινη [[ποικιλία]] του χαλκηδονίου<br /><b>3.</b> [[χρωστική]] [[ουσία]] που λαμβάνεται από λειχήνες<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> το θερινό [[ηλιοστάσιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(γεωδ.)</b> όργανο που ανακλά τις ηλιακές ακτίνες και τίς κατευθύνει [[προς]] ορισμένο στόχο<br /><b>αρχ.</b><br />το ηλιακό [[ρολόγι]] («ἦν δ' ὑπό τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ [[πεντάπυλα]]... [[ἡλιοτρόπιον]] καταφανὲς καὶ ὑψηλόν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), [[πρβλ]]. <i>εκ</i>-<i>τρόπιον</i>, <i>σεληνο</i>-<i>τρόπιον</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. αποτελεί αντιδάνειο, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heliotrope</i> <span style="color: red;"><</span> <i>helio</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>trope</i> ([[πρβλ]]. -<i>τροπιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]])].
}}
}}

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ηλιοτρόπι και λιοτρόπι, το (AM ἡλιοτρόπιον)
1. το φυτό του οποίου το άνθος και τα φύλλα στρέφονται προς τον ήλιο
2. αιματόλιθος, σκουροπράσινη ποικιλία του χαλκηδονίου
3. χρωστική ουσία που λαμβάνεται από λειχήνες
4. εκκλ. το θερινό ηλιοστάσιο
νεοελλ.
(γεωδ.) όργανο που ανακλά τις ηλιακές ακτίνες και τίς κατευθύνει προς ορισμένο στόχο
αρχ.
το ηλιακό ρολόγι («ἦν δ' ὑπό τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ πεντάπυλα... ἡλιοτρόπιον καταφανὲς καὶ ὑψηλόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -τροπιον (< τρόπος), πρβλ. εκ-τρόπιον, σεληνο-τρόπιον. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. heliotrope < helio- (πρβλ. ηλιο-) + -trope (πρβλ. -τροπιον < τρόπος)].