ιθαγένεια: Difference between revisions
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />η [[ιδιότητα]] που έχει ένα [[άτομο]] να ανήκει στον λαό ενός ορισμένου κράτους ή, διαφορετικά, ο [[θεσμός]] που συνδέει το [[άτομο]] με το [[κράτος]] στο οποίο ανήκει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=η<br />η [[ιδιότητα]] που έχει ένα [[άτομο]] να ανήκει στον λαό ενός ορισμένου κράτους ή, διαφορετικά, ο [[θεσμός]] που συνδέει το [[άτομο]] με το [[κράτος]] στο οποίο ανήκει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>nationalite</i> <span style="color: red;"><</span> <i>national</i> «[[εθνικός]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Παύλο Καλλιγά]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα που έχει ένα άτομο να ανήκει στον λαό ενός ορισμένου κράτους ή, διαφορετικά, ο θεσμός που συνδέει το άτομο με το κράτος στο οποίο ανήκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. nationalite < national «εθνικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Παύλο Καλλιγά].