ιξοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἰξοφόρος]], -ον)<br />ο αλειμμένος με ιξό («[[ἰξοφόρος]] [[δόναξ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για δέντρα) αυτός [[πάνω]] στον οποίο φύεται [[ιξός]] («ἰξοφόροι δρύες», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορυ</i>-[[φόρος]], <i>μισθο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=ο (Α [[ἰξοφόρος]], -ον)<br />ο αλειμμένος με ιξό («[[ἰξοφόρος]] [[δόναξ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για δέντρα) αυτός [[πάνω]] στον οποίο φύεται [[ιξός]] («ἰξοφόροι δρύες», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>δορυ</i>-[[φόρος]], <i>μισθο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, μισθο-φόρος.