Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυφόρος, μισθοφόρος.