Ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → Injustice: the state of despising the laws
ο (Α ἰξοφόρος, -ον)ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)αρχ.(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυφόρος, μισθοφόρος.