ιουλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἰουλοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[χνούδι]], [[χνουδωτός]], [[τριχωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιουλοφόρα</i><br />φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. [[είναι]] βοτρυώδεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴουλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=ο (Α [[ἰουλοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[χνούδι]], [[χνουδωτός]], [[τριχωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιουλοφόρα</i><br />φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. [[είναι]] βοτρυώδεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴουλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 09:58, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α ἰουλοφόρος, -ον)
αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα
φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο-φόρος, τροχο-φόρος.