ιουλοφόρος
From LSJ
Greek Monolingual
ο (Α ἰουλοφόρος, -ον)
αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα
φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιοφόρος, τροχοφόρος.