Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ινωδογόνο: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />γλυκοπρωτεΐνη που απαντά στο [[πλάσμα]] του αίματος, στη λέμφο και στα αιμοπετάλια και που μεταβάλλεται σε ινώδες [[κατά]] την [[πήξη]] του αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>fibrinogen</i> <span style="color: red;"><</span> <i>fibrin</i> «ινώδες» <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i> «-<i>γονο</i>» <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]].
|mltxt=το<br />γλυκοπρωτεΐνη που απαντά στο [[πλάσμα]] του αίματος, στη λέμφο και στα αιμοπετάλια και που μεταβάλλεται σε ινώδες [[κατά]] την [[πήξη]] του αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>fibrinogen</i> <span style="color: red;"><</span> <i>fibrin</i> «ινώδες» <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i> «-<i>γονο</i>» <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
γλυκοπρωτεΐνη που απαντά στο πλάσμα του αίματος, στη λέμφο και στα αιμοπετάλια και που μεταβάλλεται σε ινώδες κατά την πήξη του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fibrinogen < fibrin «ινώδες» + -gen «-γονο» < γίγνομαι.