ινωδογόνο

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source

Greek Monolingual

το
γλυκοπρωτεΐνη που απαντά στο πλάσμα του αίματος, στη λέμφο και στα αιμοπετάλια και που μεταβάλλεται σε ινώδες κατά την πήξη του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fibrinogen < fibrin «ινώδες» + -gen «-γονο» < γίγνομαι.