ιδιοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰδιοπαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ιδιοπαθής]] [[νόσος]]» — [[νόσος]] που η [[αιτιολογία]] της [[είναι]] άγνωστη, δεν [[είναι]] οργανικής προέλευσης («[[ιδιοπαθής]] [[υπέρταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο [[ψυχικό]] [[πάθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοπαθῶς</i> (Α)<br />με προσωπικά κίνητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σεισμο</i>-<i>παθής</i>, <i>ψυχο</i>-<i>παθής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἰδιοπαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ιδιοπαθής]] [[νόσος]]» — [[νόσος]] που η [[αιτιολογία]] της [[είναι]] άγνωστη, δεν [[είναι]] οργανικής προέλευσης («[[ιδιοπαθής]] [[υπέρταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο [[ψυχικό]] [[πάθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοπαθῶς</i> (Α)<br />με προσωπικά κίνητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. <i>σεισμο</i>-<i>παθής</i>, <i>ψυχο</i>-<i>παθής</i>].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἰδιοπαθής, -ές)
νεοελλ.
φρ. «ιδιοπαθής νόσος» — νόσος που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, δεν είναι οργανικής προέλευσης («ιδιοπαθής υπέρταση»)
αρχ.
αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο ψυχικό πάθος.
επίρρ...
ἰδιοπαθῶς (Α)
με προσωπικά κίνητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -παθής (< πάθος), πρβλ. σεισμο-παθής, ψυχο-παθής].