ἰδιοπαθής
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
German (Pape)
[Seite 1236] ές, von eigener, besonderer Gemüthsstimmung, für gewisse Eindrücke empfänglich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιοπᾰθής: -ές, ὁ καθ᾿ ἑαυτὸν ψυχικῶς διατεθειμένος κατ᾿ ἰδιαίτερόν τινα τρόπον, Γαλην. - Ἐπίρρ. ἰδιοπαθῶς, ἐξ ἰδιαιτέρων (προσωπικῶν) λόγων, Βασίλ. IV. 453C.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰδιοπαθής, -ές)
νεοελλ.
φρ. «ιδιοπαθής νόσος» — νόσος που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, δεν είναι οργανικής προέλευσης («ιδιοπαθής υπέρταση»)
αρχ.
αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο ψυχικό πάθος.
επίρρ...
ἰδιοπαθῶς (Α)
με προσωπικά κίνητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -παθής (< πάθος), πρβλ. σεισμοπαθής, ψυχοπαθής].