ιταλόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />ο [[φίλος]] της Ιταλίας ή τών Ιταλών, αυτός που τάσσεται με το [[μέρος]] τών Ιταλών ή υποστηρίζει τις απόψεις τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἰταλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γερμανό</i>-<i>φιλος</i>, <i>ειρηνό</i>-<i>φιλος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην [[εφημερίδα]] <i>Πρωία</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />ο [[φίλος]] της Ιταλίας ή τών Ιταλών, αυτός που τάσσεται με το [[μέρος]] τών Ιταλών ή υποστηρίζει τις απόψεις τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἰταλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. <i>γερμανό</i>-<i>φιλος</i>, <i>ειρηνό</i>-<i>φιλος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην [[εφημερίδα]] <i>Πρωία</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
ο φίλος της Ιταλίας ή τών Ιταλών, αυτός που τάσσεται με το μέρος τών Ιταλών ή υποστηρίζει τις απόψεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. γερμανό-φιλος, ειρηνό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].