Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιόγληνος: Difference between revisions

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰόγληνος]], -ήνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] του ματιού»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελί</i>-<i>γληνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γληνος</i>].
|mltxt=[[ἰόγληνος]], -ήνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] του ματιού»), [[πρβλ]]. <i>μελί</i>-<i>γληνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γληνος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰόγληνος, -ήνη, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»), πρβλ. μελί-γληνος, πολύ-γληνος].