ιωγή: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰωγή]], ἡ (Α)<br />[[σκέπη]], [[στέγη]] («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — [[κάτω]] από [[στέγη]] από τον βόρειο άνεμο, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FıFωγ</i>-<i>ή</i>, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>Fωγ</i>-) του ρ. <i>ἄγνυ</i>-<i>μι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐπιωγή</i>) και διπλασιασμό (<i>Fı</i>-). Είναι [[επίσης]] πιθ. ο τ. [[ἰωγή]] να προήλθε από τη λ. <i>ἐπι</i>-<i>ωγή</i> με εσφαλμένη [[σύντμηση]]: <i>ἐπ</i>-[[ιωγή]]].
|mltxt=[[ἰωγή]], ἡ (Α)<br />[[σκέπη]], [[στέγη]] («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — [[κάτω]] από [[στέγη]] από τον βόρειο άνεμο, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FıFωγ</i>-<i>ή</i>, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>Fωγ</i>-) του ρ. <i>ἄγνυ</i>-<i>μι</i> ([[πρβλ]]. <i>ἐπιωγή</i>) και διπλασιασμό (<i>Fı</i>-). Είναι [[επίσης]] πιθ. ο τ. [[ἰωγή]] να προήλθε από τη λ. <i>ἐπι</i>-<i>ωγή</i> με εσφαλμένη [[σύντμηση]]: <i>ἐπ</i>-[[ιωγή]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰωγή, ἡ (Α)
σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < FıFωγ-ή, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (-Fωγ-) του ρ. ἄγνυ-μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (-). Είναι επίσης πιθ. ο τ. ἰωγή να προήλθε από τη λ. ἐπι-ωγή με εσφαλμένη σύντμηση: ἐπ-ιωγή].