καθαροδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(18)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθαροδίαιτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που ζει καθαρό, ανεπίληπτο, άμεμπτο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]] «[[τρόπος]] ζωής»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιτο</i>-<i>δίαιτος</i>, <i>ολιγο</i>-<i>δίαιτος</i>].
|mltxt=[[καθαροδίαιτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που ζει καθαρό, ανεπίληπτο, άμεμπτο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]] «[[τρόπος]] ζωής»), [[πρβλ]]. <i>λιτο</i>-<i>δίαιτος</i>, <i>ολιγο</i>-<i>δίαιτος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1281] ein reines Leben führend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

καθαροδίαιτος: -ον, ὁ ζῶν καθαρῶς, Ἀναστ. Σιν. Ὁδηγ. σ. 242, 3.

Greek Monolingual

καθαροδίαιτος, -ον (Μ)
αυτός που ζει καθαρό, ανεπίληπτο, άμεμπτο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -δίαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής»), πρβλ. λιτο-δίαιτος, ολιγο-δίαιτος].