ισονεφής: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἰσονεφής]], -ες)<br />αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφη<br /><b>νεοελλ.</b><br />όρος που χρησιμοποιείται στη [[μετεωρολογία]] για να χαρακτηρίσει μια [[καμπύλη]], σχεδιασμένη σε έναν [[χάρτη]] καιρού, η οποία ενώνει όλα τα [[σημεία]] τα οποία έχουν ίση [[νέφωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἰσονεφής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), | |mltxt=-ές (Α [[ἰσονεφής]], -ες)<br />αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφη<br /><b>νεοελλ.</b><br />όρος που χρησιμοποιείται στη [[μετεωρολογία]] για να χαρακτηρίσει μια [[καμπύλη]], σχεδιασμένη σε έναν [[χάρτη]] καιρού, η οποία ενώνει όλα τα [[σημεία]] τα οποία έχουν ίση [[νέφωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἰσονεφής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), [[πρβλ]]. <i>ερυθρο</i>-<i>νεφής</i>, <i>μελαινο</i>-<i>νεφής</i>. Το νεοελλ. <i>ίσονεφής</i> [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>isoneph</i> <span style="color: red;"><</span> <i>is</i>- ([[πρβλ]]. <i>ισ</i>[[o]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>neph</i> ([[πρβλ]]. [[νέφος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσονεφής, -ες)
αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφη
νεοελλ.
όρος που χρησιμοποιείται στη μετεωρολογία για να χαρακτηρίσει μια καμπύλη, σχεδιασμένη σε έναν χάρτη καιρού, η οποία ενώνει όλα τα σημεία τα οποία έχουν ίση νέφωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσονεφής < ἰσ(ο)- + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ερυθρο-νεφής, μελαινο-νεφής. Το νεοελλ. ίσονεφής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isoneph < is- (πρβλ. ισo-) + -neph (πρβλ. νέφος)].