καμηλωτή: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(19)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] της καμήλας<br /><b>2.</b> [[κουβέρτα]] ή [[ρούχο]] που φτιάχνεται από [[τρίχες]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμήλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτή</i>, θηλ. του -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκυλ</i>-[[ωτός]], <i>καγκελ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] της καμήλας<br /><b>2.</b> [[κουβέρτα]] ή [[ρούχο]] που φτιάχνεται από [[τρίχες]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμήλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτή</i>, θηλ. του -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>αγκυλ</i>-[[ωτός]], <i>καγκελ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}

Revision as of 13:01, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1316] ἡ, sc. δορά, Kameelhaut, oder ἐσθής, Kleid von Kameelhaar, vgl. Lob. Paralip. p. 332.

Greek Monolingual

η
1. το δέρμα της καμήλας
2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. -ωτή, θηλ. του -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, καγκελ-ωτός)].