ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
[Seite 1316] ἡ, sc. δορά, Kameelhaut, oder ἐσθής, Kleid von Kameelhaar, vgl. Lob. Paralip. p. 332.
η
1. το δέρμα της καμήλας
2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. -ωτή, θηλ. του -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, καγκελωτός)].