καλλιγένεθλος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιγένεθλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποκτήσει ωραία [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γένεθλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένεθλον]] «[[απόγονος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστο</i>-<i>γένεθλος</i>, <i>πρεσβυ</i>-<i>γένεθλος</i>].
|mltxt=[[καλλιγένεθλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποκτήσει ωραία [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γένεθλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένεθλον]] «[[απόγονος]]»), [[πρβλ]]. <i>αριστο</i>-<i>γένεθλος</i>, <i>πρεσβυ</i>-<i>γένεθλος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιγένεθλος Medium diacritics: καλλιγένεθλος Low diacritics: καλλιγένεθλος Capitals: ΚΑΛΛΙΓΕΝΕΘΛΟΣ
Transliteration A: kalligénethlos Transliteration B: kalligenethlos Transliteration C: kalligenethlos Beta Code: kallige/neqlos

English (LSJ)

ον, A beautifully formed, καρπός prob. in Poet.deherb.104. II Act., having a fair offspring, Corinn.23, Procl.H.6.1.

German (Pape)

[Seite 1309] schön gebärend, mit schönen Kin. dern, Procl. u. Corinn. bei Schol. Il. 2, 498.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγένεθλος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Ποιητὴς π. Βοταν. ΙΙ. ἐνεργ., ἔχων ὡραῖα τέκνα, Κόριννα 23, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἑκάτ. 1.

Greek Monolingual

καλλιγένεθλος, -ον (Α)
1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος
2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστο-γένεθλος, πρεσβυ-γένεθλος].