καμπυλωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />σχηματισμένος [[κατά]] [[καμπύλη]] [[γραμμή]], αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, [[καμπύλος]], [[κυρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>θολ</i>-[[ωτός]], <i>τουρλ</i>-[[ωτός]]].
|mltxt=-ή, -ό<br />σχηματισμένος [[κατά]] [[καμπύλη]] [[γραμμή]], αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, [[καμπύλος]], [[κυρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]], [[πρβλ]]. <i>θολ</i>-[[ωτός]], <i>τουρλ</i>-[[ωτός]]].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
σχηματισμένος κατά καμπύλη γραμμή, αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, καμπύλος, κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. -ωτός, πρβλ. θολ-ωτός, τουρλ-ωτός].