καμήλειος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμήλειος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καμήλα]] ή προέρχεται από αυτήν, [[καμηλήσιος]] («καμήλεια [ενν. <i>κρέατα</i>] ἐσθίειν», Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βουβάλ</i>-<i>ειος</i>, [[δελφίν]]-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[καμήλειος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καμήλα]] ή προέρχεται από αυτήν, [[καμηλήσιος]] («καμήλεια [ενν. <i>κρέατα</i>] ἐσθίειν», Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>βουβάλ</i>-<i>ειος</i>, [[δελφίν]]-<i>ειος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμήλειος Medium diacritics: καμήλειος Low diacritics: καμήλειος Capitals: ΚΑΜΗΛΕΙΟΣ
Transliteration A: kamḗleios Transliteration B: kamēleios Transliteration C: kamileios Beta Code: kamh/leios

English (LSJ)

α, ον, A of a camel: καμήλεια (sc. κρέα) camel's flesh, Porph.Abst.1.14 fin., cf. Gal.8.183; κ. οὖρον PHolm. 15.18.

German (Pape)

[Seite 1316] vom Kameel, z. B. καμήλεια ἐσθίειν Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμήλειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ..

Greek Monolingual

καμήλειος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -ειος (πρβλ. βουβάλ-ειος, δελφίν-ειος)].