καπνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=καπνιαῖος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] καπνού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καπνιαῖος [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μην</i>-<i>ιαίος</i>, <i>ωρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=καπνιαῖος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] καπνού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καπνιαῖος [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαίος</i> ([[πρβλ]]. <i>μην</i>-<i>ιαίος</i>, <i>ωρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνιαῖος Medium diacritics: καπνιαῖος Low diacritics: καπνιαίος Capitals: ΚΑΠΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kapniaîos Transliteration B: kapniaios Transliteration C: kapniaios Beta Code: kapniai=os

English (LSJ)

λίθος A smoky quartz, PHolm.10.9, cf. 4.6.

Greek Monolingual

καπνιαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χρώμα καπνού
2. φρ. «καπνιαῖος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μην-ιαίος, ωρ-ιαίος)].