καύκαλο: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[καύκαλον]], Μ και καύχαλον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το όστρακο της χελώνας και το [[κέλυφος]] τών οστρακοδέρμων, το [[καβούκι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κεφάλι]], [[κρανίο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[άτομο]]<br /><b>2.</b> το ξεροψημένο [[πάνω]] [[μέρος]] της πίτας ή του ψωμιού<br /><b>3.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το [[μετατάρσιο]] του ποδιού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρος]] στρατιωτικού αρβύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καύκα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρότ</i>-<i>αλον</i>, <i>πέτ</i>-<i>αλον</i>)].
|mltxt=το (ΑΜ [[καύκαλον]], Μ και καύχαλον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το όστρακο της χελώνας και το [[κέλυφος]] τών οστρακοδέρμων, το [[καβούκι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κεφάλι]], [[κρανίο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[άτομο]]<br /><b>2.</b> το ξεροψημένο [[πάνω]] [[μέρος]] της πίτας ή του ψωμιού<br /><b>3.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το [[μετατάρσιο]] του ποδιού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρος]] στρατιωτικού αρβύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καύκα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλον</i> ([[πρβλ]]. <i>κρότ</i>-<i>αλον</i>, <i>πέτ</i>-<i>αλον</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον)
νεοελλ.
το όστρακο της χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι
νεοελλ.-μσν.
κεφάλι, κρανίο
μσν.
1. το άτομο
2. το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού
3. το πάνω μέρος του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το μετατάρσιο του ποδιού
αρχ.
μέρος στρατιωτικού αρβύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα + κατάλ. -αλον (πρβλ. κρότ-αλον, πέτ-αλον)].