κηλήνη: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηλήνη]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέλαινα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κηλίς]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεβλ</i>-<i>ήνη</i>)].
|mltxt=[[κηλήνη]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέλαινα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κηλίς]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήνη</i> ([[πρβλ]]. <i>κεβλ</i>-<i>ήνη</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλήνη Medium diacritics: κηλήνη Low diacritics: κηλήνη Capitals: ΚΗΛΗΝΗ
Transliteration A: kēlḗnē Transliteration B: kēlēnē Transliteration C: kilini Beta Code: khlh/nh

English (LSJ)

μέλαινα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήνη: «μέλαινα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κηλήνη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς και εμφανίζει επίθημα -ήνη (πρβλ. κεβλ-ήνη)].