κεφαλοθραύστης: Difference between revisions
From LSJ
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[ρόπαλο]] που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κείμενο]] ακατανόητο ή δυσεπίλυτο [[πρόβλημα]], [[σπαζοκεφαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θρανστης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θραύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]] «[[σπάω]]»), | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[ρόπαλο]] που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κείμενο]] ακατανόητο ή δυσεπίλυτο [[πρόβλημα]], [[σπαζοκεφαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θρανστης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θραύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]] «[[σπάω]]»), [[πρβλ]]. <i>καρυο</i>-[[θραύστης]], <i>κυματο</i>-[[θραύστης]]. Η λ., στον λόγιο πληθ. τύπο <i>κεφαλοθραῦσται</i>, μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. ρόπαλο που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο
2. μτφ. κείμενο ακατανόητο ή δυσεπίλυτο πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -θρανστης (< θραύστης < θραύω «σπάω»), πρβλ. καρυο-θραύστης, κυματο-θραύστης. Η λ., στον λόγιο πληθ. τύπο κεφαλοθραῦσται, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].