ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
η, Ν
1. δισεπίλυτο πνευματικό παιχνίδι
2. συνεκδ. καθετί που απαιτεί κοπιώδη σκέψη για να λυθεί ή να διευθετηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάζω + κεφάλι + κατάλ. -ιά (πρβλ. απλοχεριά)].