σπαζοκεφαλιά
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
η, Ν
1. δισεπίλυτο πνευματικό παιχνίδι
2. συνεκδ. καθετί που απαιτεί κοπιώδη σκέψη για να λυθεί ή να διευθετηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάζω + κεφάλι + κατάλ. -ιά (πρβλ. απλοχεριά)].