κιονόκρανο: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κιονόκρανον]])<br />η [[κεφαλή]] του κίονα, το [[κεφάλι]] της κολόνας, το ανώτατο [[μέρος]] του, [[συνήθως]] διακοσμημένο, που τοποθετείται στην [[κορυφή]] ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το [[επιστύλιο]] ή το [[τόξο]] (α. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» β. «λίθινα κιονόκρανα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [ | |mltxt=το (Α [[κιονόκρανον]])<br />η [[κεφαλή]] του κίονα, το [[κεφάλι]] της κολόνας, το ανώτατο [[μέρος]] του, [[συνήθως]] διακοσμημένο, που τοποθετείται στην [[κορυφή]] ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το [[επιστύλιο]] ή το [[τόξο]] (α. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» β. «λίθινα κιονόκρανα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [[[πρβλ]]. [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. <i>βού</i>-<i>κρανον</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Α κιονόκρανον)
η κεφαλή του κίονα, το κεφάλι της κολόνας, το ανώτατο μέρος του, συνήθως διακοσμημένο, που τοποθετείται στην κορυφή ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το επιστύλιο ή το τόξο (α. «κορινθιακό κιονόκρανο» β. «λίθινα κιονόκρανα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -κρανον (< κρᾶνον [[[πρβλ]]. κρανίον), πρβλ. βού-κρανον].