κλεφτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κλεπτός]] -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], [[κλοπιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κρυφά]] και βιαστικά<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κλεφτή</i><br />[[γυναίκα]] που κλέφτηκε («τη [[γυναίκα]] του τήν έχει κλεφτή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κλεφτά]] (Μ κλεφτῶς)<br /><b>1.</b> με τον τρόπο του κλέφτη, [[κρυφά]], κλεφτάτα<br /><b>2.</b> [[πρόχειρα]], βιαστικά («έφαγα στα [[κλεφτά]] [[γιατί]] είχα πολλή δουλειά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλεπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Ο τ. [[κλεφτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλεπτός]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[πτύω]]: [[φτύνω]])].
|mltxt=και [[κλεπτός]] -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], [[κλοπιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κρυφά]] και βιαστικά<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κλεφτή</i><br />[[γυναίκα]] που κλέφτηκε («τη [[γυναίκα]] του τήν έχει κλεφτή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κλεφτά]] (Μ κλεφτῶς)<br /><b>1.</b> με τον τρόπο του κλέφτη, [[κρυφά]], κλεφτάτα<br /><b>2.</b> [[πρόχειρα]], βιαστικά («έφαγα στα [[κλεφτά]] [[γιατί]] είχα πολλή δουλειά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλεπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Ο τ. [[κλεφτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλεπτός]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ([[πρβλ]]. [[πτύω]]: [[φτύνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:31, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κλεπτός -ή, -ό
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά
3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή
γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»).
επίρρ...
κλεφτά (Μ κλεφτῶς)
1. με τον τρόπο του κλέφτη, κρυφά, κλεφτάτα
2. πρόχειρα, βιαστικά («έφαγα στα κλεφτά γιατί είχα πολλή δουλειά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλεπτός < κλέπτω. Ο τ. κλεφτός < κλεπτός με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].