κλουβί: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - ">" to ">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κλουβίον]], Μ και [[κλωβίον]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή ή [[μεγάλη]] [[κατασκευή]] με κάγκελα ή [[συρματόπλεγμα]] για την έγκλειση πτηνών ή ζώων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[μικρός]] και [[στενός]] [[χώρος]] («γι' αυτό το [[κλουβί]] ζητάει τόσο μεγάλο [[ενοίκιο]];»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κάλλιο]] στο [[κλαδί]] [[παρά]] στο [[κλουβί]]» — γι' αυτούς που προτιμούν την ελεύθερη ζωή<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μπήκε στο [[κλουβί]]» — παντρεύτηκε<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[δωμάτιο]] ή [[κελλί]] φυλακής<br /><b>2.</b> [[φορείο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] [[κλωβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ.-μσν. <i>κλωβ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του αρχ. [[κλωβός]]<br />για την [[τροπή]] του <i>ω</i> σε <i>ου</i | |mltxt=το (AM [[κλουβίον]], Μ και [[κλωβίον]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή ή [[μεγάλη]] [[κατασκευή]] με κάγκελα ή [[συρματόπλεγμα]] για την έγκλειση πτηνών ή ζώων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[μικρός]] και [[στενός]] [[χώρος]] («γι' αυτό το [[κλουβί]] ζητάει τόσο μεγάλο [[ενοίκιο]];»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κάλλιο]] στο [[κλαδί]] [[παρά]] στο [[κλουβί]]» — γι' αυτούς που προτιμούν την ελεύθερη ζωή<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μπήκε στο [[κλουβί]]» — παντρεύτηκε<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[δωμάτιο]] ή [[κελλί]] φυλακής<br /><b>2.</b> [[φορείο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] [[κλωβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ.-μσν. <i>κλωβ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του αρχ. [[κλωβός]]<br />για την [[τροπή]] του <i>ω</i> σε <i>ου</i> [[πρβλ]]. [[κώδων]] > [[κουδούνι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:31, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM κλουβίον, Μ και κλωβίον) νεοελλ.
1. μικρή ή μεγάλη κατασκευή με κάγκελα ή συρματόπλεγμα για την έγκλειση πτηνών ή ζώων
2. μτφ. κάθε μικρός και στενός χώρος («γι' αυτό το κλουβί ζητάει τόσο μεγάλο ενοίκιο;»)
3. παροιμ. «κάλλιο στο κλαδί παρά στο κλουβί» — γι' αυτούς που προτιμούν την ελεύθερη ζωή
4. φρ. «μπήκε στο κλουβί» — παντρεύτηκε
μσν.
1. μικρό δωμάτιο ή κελλί φυλακής
2. φορείο
μσν.-αρχ.
μικρός κλωβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.-μσν. κλωβ-ίον, υποκορ. του αρχ. κλωβός
για την τροπή του ω σε ου πρβλ. κώδων > κουδούνι].