συρματόπλεγμα
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. τεχνολ. συρμάτινο πλέγμα που χρησιμοποιείται για την περίφραξη χώρων και την κατασκευή κόσκινων κ.ά. αντικειμένων το οποίο υφαίνεται από σύρματα σιδήρου ή χαλκού, συνήθως, όπως ένα αραιό ύφασμα
2. στρ. μορφή οχυρωματικού έργου το οποίο κατασκευάζεται με επάλληλες σειρές από ακιδωτό συρματόπλεγμα
3. φρ. «ακιδωτό συρματόπλεγμα»
τεχνολ. συρματόπλεγμα που κατασκευάζεται με συστροφή δύο ή τριών συρμάτων, μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλονται ακανθώδεις προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + πλέγμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].