κοινωνικοποίηση: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> α) η [[διαδικασία]] με την οποία ένα [[άτομο]] εντάσσεται και ενσωματώνεται στο κοινωνικό [[σύνολο]]<br />β) η εξελικτική [[διαδικασία]] με την οποία το [[άτομο]] αποκτά [[πρότυπα]] συμπεριφοράς, σύμφωνα με την [[ηλικία]], το [[φύλο]] κ.λπ., [[κατά]] τα κριτήρια που παραδέχονται η οικογένειά του και οι κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές και άλλες ομάδες στις οποίες μετέχει ως [[μέλος]] μιας κοινωνίας<br /><b>2.</b> <b>(οικον.)</b> η [[μετατροπή]] τών μέσων παραγωγής και ανταλλαγής [[καθώς]] και τών φυσικών πόρων από [[αγαθά]] ατομικής ιδιοκτησίας σε [[αγαθά]] κοινωνικής ιδιοκτησίας, σε [[αγαθά]] του κοινωνικού συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοινωνικοποιῶ</i>. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> α) η [[διαδικασία]] με την οποία ένα [[άτομο]] εντάσσεται και ενσωματώνεται στο κοινωνικό [[σύνολο]]<br />β) η εξελικτική [[διαδικασία]] με την οποία το [[άτομο]] αποκτά [[πρότυπα]] συμπεριφοράς, σύμφωνα με την [[ηλικία]], το [[φύλο]] κ.λπ., [[κατά]] τα κριτήρια που παραδέχονται η οικογένειά του και οι κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές και άλλες ομάδες στις οποίες μετέχει ως [[μέλος]] μιας κοινωνίας<br /><b>2.</b> <b>(οικον.)</b> η [[μετατροπή]] τών μέσων παραγωγής και ανταλλαγής [[καθώς]] και τών φυσικών πόρων από [[αγαθά]] ατομικής ιδιοκτησίας σε [[αγαθά]] κοινωνικής ιδιοκτησίας, σε [[αγαθά]] του κοινωνικού συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοινωνικοποιῶ</i>. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>socialization</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. (ψυχολ.) α) η διαδικασία με την οποία ένα άτομο εντάσσεται και ενσωματώνεται στο κοινωνικό σύνολο
β) η εξελικτική διαδικασία με την οποία το άτομο αποκτά πρότυπα συμπεριφοράς, σύμφωνα με την ηλικία, το φύλο κ.λπ., κατά τα κριτήρια που παραδέχονται η οικογένειά του και οι κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές και άλλες ομάδες στις οποίες μετέχει ως μέλος μιας κοινωνίας
2. (οικον.) η μετατροπή τών μέσων παραγωγής και ανταλλαγής καθώς και τών φυσικών πόρων από αγαθά ατομικής ιδιοκτησίας σε αγαθά κοινωνικής ιδιοκτησίας, σε αγαθά του κοινωνικού συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνικοποιῶ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socialization].