κοιλιαλγώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοιλιαλγῶ, -έω (Α)<br />έχω πόνο στην [[κοιλιά]], έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῖν τὸ [[ὕδωρ]] κοιλιαλγοῦν
|mltxt=κοιλιαλγῶ, -έω (Α)<br />έχω πόνο στην [[κοιλιά]], έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῖν τὸ [[ὕδωρ]] κοιλιαλγοῦν
τι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀλγῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλ</i>-[[αλγώ]], <i>στομ</i>-[[αλγώ]]].
τι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀλγῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. <i>κεφαλ</i>-[[αλγώ]], <i>στομ</i>-[[αλγώ]]].
}}
}}

Revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοιλιαλγῶ, -έω (Α)
έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῖν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῦν τι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγώ, στομ-αλγώ].