κλοιόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[κλοιόπους]], -ποδoς)<br />[[κλοιός]] τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλοιός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-[[πους]], [[πτερό]]-[[πους]]].
|mltxt=ο (Μ [[κλοιόπους]], -ποδoς)<br />[[κλοιός]] τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλοιός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. <i>βραδύ</i>-[[πους]], [[πτερό]]-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 13:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοιόπους Medium diacritics: κλοιόπους Low diacritics: κλοιόπους Capitals: ΚΛΟΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kloiópous Transliteration B: kloiopous Transliteration C: kloiopous Beta Code: kloio/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, A clog for the foot, in pl., = κλάποι, Tz.H.13.300.

Greek (Liddell-Scott)

κλοιόπους: ποδος, ὁ, ξύλον ἐν ᾧ συσφίγγονται οἱ πόδες τῶν καταδίκων, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 300.

Greek Monolingual

ο (Μ κλοιόπους, -ποδoς)
κλοιός τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + -πους (< πούς), πρβλ. βραδύ-πους, πτερό-πους].