κοινοπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοινοπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κυρίως]] στη [[θεία]] και ανθρώπινη [[φύση]] του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοπρεπῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει και στη [[θεία]] και στην ανθρώπινη [[φύση]] του Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), | |mltxt=[[κοινοπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κυρίως]] στη [[θεία]] και ανθρώπινη [[φύση]] του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοπρεπῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει και στη [[θεία]] και στην ανθρώπινη [[φύση]] του Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ευ</i>-<i>πρεπής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπρεπής: -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κοινοπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.).
επίρρ...
κοινοπρεπῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει και στη θεία και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής].