κοινοκτήμων: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η αρσ. και κοινοκτήμονας<br />αυτός που δεν έχει ατομική [[ιδιοκτησία]], αυτός που μετέχει στο [[σύστημα]] κοινοκτημοσύνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>κτήμων</i>, <i>φιλο</i>-<i>κτήμων</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
|mltxt=ο, η αρσ. και κοινοκτήμονας<br />αυτός που δεν έχει ατομική [[ιδιοκτησία]], αυτός που μετέχει στο [[σύστημα]] κοινοκτημοσύνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>κτήμων</i>, <i>φιλο</i>-<i>κτήμων</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, η αρσ. και κοινοκτήμονας
αυτός που δεν έχει ατομική ιδιοκτησία, αυτός που μετέχει στο σύστημα κοινοκτημοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ-κτήμων, φιλο-κτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].