κοπρόνους: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπρόνους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που σκέφτεται χυδαία, που έχει [[σκέψη]] αισχρή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>κουφό</i>-[[νους]]].
|mltxt=[[κοπρόνους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που σκέφτεται χυδαία, που έχει [[σκέψη]] αισχρή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), [[πρβλ]]. <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>κουφό</i>-[[νους]]].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοπρόνους, -ουν (Μ)
αυτός που σκέφτεται χυδαία, που έχει σκέψη αισχρή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους, κουφό-νους].