κρυολογώ: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω και -άω<br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] [[κρυολόγημα]] («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα»)<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] [[κρυολόγημα]] («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό [[παράθυρο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύο]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]] (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θρηνο</i>-[[λογώ]], <i>παντρο</i>-[[λογώ]]].
|mltxt=-έω και -άω<br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] [[κρυολόγημα]] («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα»)<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] [[κρυολόγημα]] («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό [[παράθυρο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύο]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]] (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>θρηνο</i>-[[λογώ]], <i>παντρο</i>-[[λογώ]]].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-έω και -άω
1. παθαίνω κρυολόγημα («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα»)
2. προξενώ κρυολόγημα («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό παράθυρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -λογώ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνο-λογώ, παντρο-λογώ].