κρυολογώ

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-έω και -άω
1. παθαίνω κρυολόγημα («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα»)
2. προξενώ κρυολόγημα («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό παράθυρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -λογώ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνολογώ, παντρολογώ].