κρεοσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />ο [[έλεγχος]] της κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη [[διαπίστωση]] της καταλληλότητάς του για [[κατανάλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]] «[[παρατηρώ]]»), | |mltxt=η<br />ο [[έλεγχος]] της κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη [[διαπίστωση]] της καταλληλότητάς του για [[κατανάλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]] «[[παρατηρώ]]»), [[πρβλ]]. <i>αστερο</i>-<i>σκοπία</i>, <i>κερδο</i>-<i>σκοπία</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
ο έλεγχος της κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη διαπίστωση της καταλληλότητάς του για κατανάλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -σκοπία (< -σκόπος < σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. αστερο-σκοπία, κερδο-σκοπία].