κωνωποσφράντης: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωνωποσφράντης]], -ου, ὁ (Α)<br />κωμική [[ονομασία]] αδίστακτου παρασίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώνωψ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οσφράντης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όσφραίνομαι</i>), | |mltxt=[[κωνωποσφράντης]], -ου, ὁ (Α)<br />κωμική [[ονομασία]] αδίστακτου παρασίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώνωψ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οσφράντης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όσφραίνομαι</i>), [[πρβλ]]. <i>καπν</i>-<i>οσφράντης</i>, <i>υδρ</i>-<i>οσφράντης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A Gnat-smeller, name of a parasite, Alciphr.1.21.
Greek (Liddell-Scott)
κωνωποσφράντης: -ου, ὁ, ὀσφραινόμενος τοὺς κώνωπας, παράσιτος, Ἀλκίφρων 1. 21.
Greek Monolingual
κωνωποσφράντης, -ου, ὁ (Α)
κωμική ονομασία αδίστακτου παρασίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ + -οσφράντης (< όσφραίνομαι), πρβλ. καπν-οσφράντης, υδρ-οσφράντης].