κωμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
m (Text replacement - "of a" to "of a")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωμάδιος]], -ία, -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[κώμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρυπτ</i>-<i>άδιος</i>, <i>λαμπ</i>-<i>άδιος</i>)].
|mltxt=[[κωμάδιος]], -ία, -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[κώμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> ([[πρβλ]]. <i>κρυπτ</i>-<i>άδιος</i>, <i>λαμπ</i>-<i>άδιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμάδιος Medium diacritics: κωμάδιος Low diacritics: κωμάδιος Capitals: ΚΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: kōmádios Transliteration B: kōmadios Transliteration C: komadios Beta Code: kwma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, A of a κῶμος, Sch.D.T.p.542 H.

Greek Monolingual

κωμάδιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος, λαμπ-άδιος)].