κωδωνοκρούστης: Difference between revisions

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει ως [[έργο]] του να χτυπά τις καμπάνες της εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οργανο</i>-[[κρούστης]], <i>τυμπανο</i>-[[κρούστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει ως [[έργο]] του να χτυπά τις καμπάνες της εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]]), [[πρβλ]]. <i>οργανο</i>-[[κρούστης]], <i>τυμπανο</i>-[[κρούστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].
}}
}}

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει ως έργο του να χτυπά τις καμπάνες της εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. οργανο-κρούστης, τυμπανο-κρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].