λαβατέρα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(22) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] μαλβίδες της οποίας τα είδη που ευδοκιμούν στην [[Ελλάδα]] [[είναι]] γνωστά ως μολόχες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] μαλβίδες της οποίας τα είδη που ευδοκιμούν στην [[Ελλάδα]] [[είναι]] γνωστά ως μολόχες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lavatera</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lavatera</i> <span style="color: red;"><</span> [[επώνυμο]] του Ελβετού βοτανολόγου του 17ου αιώνα V. R. <i>Lavater</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μαλβίδες της οποίας τα είδη που ευδοκιμούν στην Ελλάδα είναι γνωστά ως μολόχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lavatera < νεολατ. lavatera < επώνυμο του Ελβετού βοτανολόγου του 17ου αιώνα V. R. Lavater].