λεξίθηρος: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεξίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποδίδει εξαιρετική [[σπουδαιότητα]] στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του [[λεξιθήρας]], με [[επίδραση]] τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -<i>θηρος</i> ( | |mltxt=[[λεξίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποδίδει εξαιρετική [[σπουδαιότητα]] στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του [[λεξιθήρας]], με [[επίδραση]] τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -<i>θηρος</i> ([[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>θηρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>θηρος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
λεξίθηρος, -ον (Α)
αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -θηρος (πρβλ. πολύ-θηρος, φιλό-θηρος)].