λαγοφθαλμία: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λαγωφθαλμία]] η<br /><b>ιατρ.</b> [[αδυναμία]] πλήρους κάλυψης του βολβού του οφθαλμού από τα βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=και [[λαγωφθαλμία]] η<br /><b>ιατρ.</b> [[αδυναμία]] πλήρους κάλυψης του βολβού του οφθαλμού από τα βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lagophtalmus</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lagophtalmus</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαγόφθαλμος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
και λαγωφθαλμία η
ιατρ. αδυναμία πλήρους κάλυψης του βολβού του οφθαλμού από τα βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagophtalmus < νεολατ. lagophtalmus < λαγόφθαλμος].