λεβητοστάσιο: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[χώρος]] εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέβης]], -<i>ητος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξο</i>-<i>στάσιο</i>, <i>κλιμακο</i>-<i>στάσιο</i>. Η λ., στον λόγιο τ. <i>λεβητοστάσιον</i>, μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=το<br />[[χώρος]] εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέβης]], -<i>ητος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. <i>αμαξο</i>-<i>στάσιο</i>, <i>κλιμακο</i>-<i>στάσιο</i>. Η λ., στον λόγιο τ. <i>λεβητοστάσιον</i>, μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Revision as of 14:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
χώρος εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, -ητος + -στάσιο (< -στάτης < θ. -στα- του ἵστημι), πρβλ. αμαξο-στάσιο, κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοστάσιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].