λενινιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λένιν, στο [[έργο]] του και στον λενινισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>leninist</i> <span style="color: red;"><</span> όν. του Nicolai Lenin, Ρώσου κομμουνιστή ηγέτη, <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ist</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λένιν, στο [[έργο]] του και στον λενινισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>leninist</i> <span style="color: red;"><</span> όν. του Nicolai Lenin, Ρώσου κομμουνιστή ηγέτη, <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ist</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λένιν, στο έργο του και στον λενινισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leninist < όν. του Nicolai Lenin, Ρώσου κομμουνιστή ηγέτη, + κατάλ. -ist].